Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάτω από την επιρροή (

  • 1 под

    под (подо ) 1) (ниже) κάτω από· \под столом κάτω από το τραπέζι 2) (вблизи) πλησίον κοντά σε· \под Москвой κοντά στη Μόσχα 3) (о времени) προς, κατά· \под вечер κατά το Βράδυ- \под конец στο τέλος·◇ \под мрамор σε μάρμαρο* \под аккомпанемент гитары με τη συνοδεία κιθάρας· \под влиянием κάτω από την επιρροή (или επίδραση)
    * * *
    1) ( ниже) κάτω από

    под столо́м — κάτω από το τραπέζι

    2) ( вблизи) πλησίον κοντά σε

    под Москво́й — κοντά στη Μόσχα

    3) ( о времени) προς, κατά

    под ве́чер — κατά το βράδυ

    под коне́ц — στο τέλος

    ••

    под мра́мор — σε μάρμαρο

    под аккомпанеме́нт гита́ры — με τη συνοδεία κιθάρας

    под влия́нием — κάτω από την επιρροή ( или επίδραση)

    Русско-греческий словарь > под

  • 2 поддаваться

    поддавать||ся
    1. ὑποχωρώ, ἐνδίδω, ὑποκύπτω·
    2. (оказаться под воздействием) ὑποβάλλομαι, ὑφίσταμαι:
    не поддающийся убеждению ἀνένδοτος, ἀμετάπειστος· \поддаватьсяся чьему-л. влиянию πέφτω κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή, ἐπηρεάζομαι· \поддаватьсяся искушению ὑποκύπτω στον πειρασμό, δελεάζομαι· ◊ это не поддается описанию αὐτό δέν περιγράφεται, εἶναι ἀπερίγραπτο.

    Русско-новогреческий словарь > поддаваться

  • 3 подпадать

    подпадать
    несов:
    \подпадать под чье-л. влияние πέφτω κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > подпадать

  • 4 власть

    власт||ь
    ж
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:
    государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον
    2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:
    местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου.

    Русско-новогреческий словарь > власть

  • 5 влияние

    ουδ.
    1. επίδραση, επιρροή, επίρροια, επενέργεια•

    под чужим -ем κάτω από ξένη επιρροή ή την επιρροή άλλου•

    благотворное влияние ευεργετική επίδραση•

    влияние личности на историю η επίδραση (ο ρόλος) της προσωπικότητας στην ιστορία•

    влияние солнечных лучей η επίδραση των ηλιακών ακτινών•

    поддаваться -го υφίσταμαι την επίδραση, επηρεάζομαι•

    оказывать влияние επιδρώ.

    2. κύρος•

    приобрести влияние αποκτώ κύρος•

    пользоваться -ем έχω κύρος, απολαμβάνω κύρους.

    Большой русско-греческий словарь > влияние

  • 6 власть

    θ.
    1. εξουσία•

    борьба за власть αγώνας για την εξουσία•

    захват -и κατάληψη της εξουσίας•

    прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•

    власть государственная власть κρατική εξουσία•

    исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•

    верховная -η ανώτατη εξουσία.

    2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•

    местные -и οι τοπικές αρχές.

    εκφρ.
    ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•
    в моей, твоейκλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•
    во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•
    отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•
    облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•
    терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου.

    Большой русско-греческий словарь > власть

  • 7 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

См. также в других словарях:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Λευκωσίας (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Η ιδέα του Πνευματικού Κέντρου ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Άρχισε να χτίζεται, υπό την επίβλεψή του, το 1972, και έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, λόγω… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»